υπτιασμος

υπτιασμος
    ὑπτιασμός
     откидывание (тела назад) Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υπτιασμος" в других словарях:

  • ὑπτιασμός — laying oneself backwards masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπτιασμός — ο / ὑπτιασμός, ΝΜΑ [ὑπτιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπτιάζω νεοελλ. φυσιολ. κίνηση περιστροφής τού πήχεως τού χεριού με την οποία η παλάμη οδηγείται προς τα επάνω ή τού άκρου ποδιού με την οποία το έσω χείλος του σηκώνεται προς τα επάνω …   Dictionary of Greek

  • ὑπτιασμοῦ — ὑπτιασμός laying oneself backwards masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιασμούς — ὑπτιασμός laying oneself backwards masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιασμῶν — ὑπτιασμός laying oneself backwards masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιασμῷ — ὑπτιασμός laying oneself backwards masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιασμόν — ὑπτιασμός laying oneself backwards masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπτίαση — η / ὑπτίασις, άσεως, ΝΜΑ [ὑπτιάζω] υπτιασμός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»